- εύλοχος
- εὔλοχος, -ον (Α)(ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που βοηθάει στη γέννα, στον τοκετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόχος «τοκετός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔλοχος — helping in childbirth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔλοχον — εὔλοχος helping in childbirth masc/fem acc sg εὔλοχος helping in childbirth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλόχων — εὔλοχος helping in childbirth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔλοχε — εὔλοχος helping in childbirth masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλοχία — εὐλοχία, ἡ (Α) [εύλοχος] επιγρ. καλή γέννα, ευτεκνία, το να έχει κάποιος ένδοξους απογόνους … Dictionary of Greek
νεόλοχος — νεόλοχος, ἡ (Α) αυτή που γέννησε μόλις πριν από λίγο καιρό, η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λόχος* (< λέχομαι «πλαγιάζω, ξαπλώνω»), πρβλ. εύλοχος] … Dictionary of Greek